προσκατοικίζω

προσκατοικίζω
Α [κατοικίζω]
εγκαθιστώ κάποιον σε άλλο τόπο, μετοικίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσκατοικίσας — προσκατοικίσᾱς , προσκατοικίζω remove to another settlement aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”